ἀκατάψευστος

ἀκατάψευστος
ἀκατά-ψευστος,
A not fabulous,

θηρία Hdt.4.191

; not belied,

διάληψις Ath.Mitt.33.380

(Pergam.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακατάψευστος — ἀκατάψευστος, ον (Α) [καταψεύδομαι] 1. ο αληθινός, αυτός που δεν είναι μυθώδης 2. αυτός που δεν έχει διαψευστεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”